- ἀόρατοι
- ἀόρᾱτοι , ἀόρατοςunseenmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
невидимыи — (250) пр. 1. Недоступный зрению, невидимый: присвои сѧ бозѣ да врагомъ си видимыимъ вс(м)ь и невидимыимъ стра||шьнъ бѹдеши Изб 1076, 13 об.–14; ѥдинъ мъножьства пълковъ невидимыхъ бѣсовъ не ѹбо˫асѧ. ЖФП XII, 38а; Гл҃ють ˫ако… бѹдѹща˫а провидѣти… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αστρονομία — Επιστήμη συγγενική με τη φυσική και τα μαθηματικά, που ερευνά τα φαινόμενα των αστέρων· η επιστήμη που μελετά τη φυσική κατάσταση, τη θέση, την κίνηση, τη σύσταση και την εξέλιξη των αστέρων. Η λέξη αστέρες λαμβάνεται εδώ στην όσο το δυνατόν… … Dictionary of Greek
αόρατος — η, ο (AM ἀόρατος, ον) ο μη ορατός, αυτός που δεν γίνεται αισθητός με την όραση αρχ. 1. απρόβλεπτος, ασαφής («τὸ μέλλον ἀόρατον», Ισοκράτης) 2. όποιος δεν έχει δει κάποιο πράγμα («ἄπειροι καὶ ἀόρατοι παντὸς κακοῡ», Πολύβιος) 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ… … Dictionary of Greek
ζώνη — Λωρίδα από ύφασμα, δέρμα, μέταλλο ή άλλο εύκαμπτο υλικό, που χρησιμεύει για να συγκρατεί στη μέση τα ενδύματα. Οι ζ., οι οποίες χρονολογούνται από την εποχή του χαλκού, ήταν ασφαλώς ένα από τα πρώτα στοιχεία ενδυμασίας που επινόησαν οι άνθρωποι.… … Dictionary of Greek
αιγοθηλίδες ή καπριμουλγίδες — Οικογένεια πουλιών που ανήκει στην τάξη των αιγοθηλομόρφων. Περιλαμβάνει νυχτόβια εντομοφάγα πουλιά που έχουν χαρακτηριστικά επίμονη και διαπεραστική φωνή και ζουν σε όλες τις περιοχές του κόσμου. Όλοι οι α. έχουν χρώμα μαυριδερό, μακριές… … Dictionary of Greek
αμφιφανείς αστερισμοί — (Αστρον.).Κατηγορία αστερισμών που ανατέλλουν, μεσουρανούν και δύουν σε αντίθεση με τους αειφανείς και τους αφανείς αστερισμούς, οι οποίοι βρίσκονται πάντοτε πάνω ή κάτω, αντίστοιχα, από τον ορίζοντα του παρατηρητή και γι’ αυτό είναι πάντοτε… … Dictionary of Greek
αστέρες — Ουράνια σώματα, που γίνονται ορατά από το φως που εκπέμπουν. Οι α., αντίθετα με τους πλανήτες που γίνονται ορατοί από το φως που ανακλούν, λέγονται και απλανείς, επειδή φαινομενικά μένουν ακίνητοι στον ουράνιο θόλο. Εξαιτίας της τεράστιας… … Dictionary of Greek
Έλφες ή Ελφ — Δαιμονικά όντα της ινδογερμανικής και κελτικής μυθολογίας. Διακρίνονται στους Έ. του φωτός, που κατοικούν στον αέρα, και στους Έ. του σκότους, που κατοικούν στη γη. Είναι πλάσματα παρόμοια με τους νάνους, τις νύμφες, τα στοιχειά κλπ. Πολύ μικροί… … Dictionary of Greek